- ὀρρόβηλος
- ὀρρόβηλος· ὁδός, Ἰταλιῶται, Hsch. (Leg. ὀδός 'threshold', cf. οὐδός asA gloss on βηλός and βατήρ, Id., AB224.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορρόβηλος — ὀρρόβηλος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁδός, Ἰταλιῶται». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος + βηλός «οδός, κατώφλι»] … Dictionary of Greek